- αξημέρωτος
- -η, -οεπίρρ. -α1. (για τη νύχτα), εκείνη που δεν ξημερώνει: Μέσα στη θλίψη μας η νύχτα εκείνη μας φάνηκε αξημέρωτη.2. (για κατάρα), εκείνος τον οποίο καταριέται κάποιος να μην τον βρει ζωντανό η άλλη μέρα: Αξημέρωτος να 'σαι, παλιάνθρωπε.3. αυτός που δεν αγρύπνησε ως το πρωί: Όλοι μείναμε άγρυπνοι κοντά στο νεκρό, μονάχα ο γαμπρός του έμεινε αξημέρωτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.